Αφιέρωμα στην αρχαία Μίεζα

Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΙΕΖΑ

Η Παράδοση ο Χώρος και οι Αρχαιότητες

''Οἳ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῡ Γορδίεω, ἐν τοῑσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἓκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀσμῇ δε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων…. ἔν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνός τοῖσι κήποις ἣλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων''.

Όταν λοιπόν, όπως μας εξιστορεί ο Ηρόδοτος, οι ιδρυτές του Μακεδονικού βασιλείου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκας, έφθασαν σε μια περιοχή της Κάτω Μακεδονίας, διασχίζοντας ένα μεγάλο ποτάμι, εγκαταστάθηκαν σ’ έναν πλούσιο τόπο κοντά στα περιβόλια που λέγεται ότι είναι του Μίδα του γιου του Γορδία, όπου ευδοκιμούν τα περίφημα τριαντάφυλλα με τα εξήντα φύλλα και το απαράμιλλο άρωμα. Σ' αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, έπεσε σε παγίδα ο Σιληνός...


''Ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κέεται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος''
Πάνω από αυτά υψώνεται το όρος Βέρμιο που είναι αδιάβατο όλον τον χειμώνα.. Ἐντεῡθεν δὲ ὁρμώμενοι ὡς ταύτην ἔσχον, κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίαν. Αφού δε έγιναν κύριοι της περιοχής αυτής υποτάσσοντας ή διώχνοντας τον ντόπιο πληθυσμό που προφανώς συνάντησαν, άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και προς άλλους τόπους της Μακεδονίας.

Είναι φανερό ότι η διήγηση αυτή απηχεί έναν ιδρυτικό μύθο των Μακεδόνων και αναφέρεται σε μια πρώιμη εγκατάσταση των Μακεδονικών φύλων στους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη σημερινή πόλη της Νάουσας. Στον ειδυλλιακό αυτόν χώρο, τον πνιγμένο στ’ αμπέλια και στα άλλα οπωροφόρα δένδρα, τον ευλογημένο από τα νερά και το πράσινο, κάπου εδώ θέλει η παράδοση τους κήπους του Μίδα και τον Σιληνό της ηροδότειας νουβέλας, ενώ εδώ ζούσαν και οι Νύμφες στις υγρές σπηλιές ενός Νυμφαίου.

Η Διονυσιακή ατμόσφαιρα είναι εμφανής στο φυσικό τοπίο και τα πρώτα αυτά μυθικά στοιχεία αρχίζουν να επαληθεύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το Νυμφαίο είναι γνωστό από παλιά. Ο Διόνυσος, ο θεός της βλάστησης και του κρασιού, κάνει έντονη την παρουσία του στον κατεξοχήν ιερό του χώρο, στο αρχαίο θέατρο που αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε μια πλαγιά με θέα τον απέραντο κάμπο της Κεντρικής Μακεδονίας.

Εκείνο που δεν αναφέρει ο αρχαίος ιστορικός είναι η μορφή, το όνομα και η διάρκεια ζωής της εγκατάστασης αυτής, στοιχεία για τα οποία μας ενημερώνει η μελέτη των γραπτών πηγών, αλλά και η εντατική αρχαιολογική έρευνα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή της Μακεδονίας. Στην Κάτω Μακεδονία υπήρχαν πολλές πόλεις που άκμασαν στα χρόνια των Μακεδόνων βασιλέων, όπως οι Αιγές και η Πέλλα, οι δύο διαδοχικές πρωτεύουσες του κράτους, αλλά και η Βέροια, η Έδεσσα και η Μίεζα, οι οποίες τοποθετούνται στους πρόποδες του Βερμίου.

Η θέση της Βέροιας και της Έδεσσας στα νότια και βόρεια περάσματα του βουνού αντίστοιχα, είναι βεβαιωμένη, αφού οι δύο αυτές πόλεις συνεχίζουν τη μακραίωνη ιστορία τους μέχρι τις μέρες μας, διατηρώντας τα αρχαία τους ονόματα. Η τοποθέτηση όμως της Μίεζας στα χαμηλότερα άνδηρα του ορεινού όγκου του Βερμίου, ανάμεσα στον Κοπανό, στα Λευκάδια και στην πόλη της Νάουσας που δεσπόζει στα δυτικά, σ΄ ένα επιβλητικό οροπέδιο, βασίζεται σε έναν ευτυχή συνδυασμό φιλολογικών πηγών και αρχαιολογικών στοιχείων.

Ανάμεσα στις πολλές φιλολογικές και επιγραφικές πηγές που αναφέρουν το όνομα της Μίεζας ξεχωρίζουμε δύο. Η μία, του Στέφανου Βυζάντιου, μας δίνει το μυθολογικό της στίγμα: η Μίεζα ήταν κόρη του Βέρητα και αδελφή της Βέροιας και του Όλγανου. Ο ποτάμιος Θεός Όλγανος, που μπορεί να ταυτίζεται με τον τοπικό ποταμό της Αράπιτσας, απεικονίζεται σε ένα ωραίο πορτρέτο του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε μέσα στο χωριό Κοπανός.

Η πιο καθοριστική όμως μαρτυρία για την ταύτιση του χώρου είναι αυτή του Πλούταρχου, ο οποίος στον βίο του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρεται στο Νυμφαίο ''το περί Μίεζαν'', και στη Σχολή, όπου μέχρι την εποχή του σωζόταν τα λίθινα έδρανα και οι σκιεροί περίπατοι. Εδώ μύησε ο Αριστοτέλης τον νεαρό Αλέξανδρο και τους υψηλούς φίλους του -γόνους των εταίρων της βασιλικής αυλής- στη φιλοσοφία, τις τέχνες και τα μαθηματικά.

Όταν τα σπήλαια που αποκαλύφθηκαν στη θέση Ισβόρια της Νάουσας ταυτίστηκαν από τον καθηγητή Φώτιο Πέτσα με το ιερό των Νυμφών και με τη Σχολή του Αριστοτέλους, τότε και η ταύτιση όλης της περιοχής με τη Μίεζα φάνηκε πολύ πειστική. Οι Νύμφες λατρεύονταν σ’ ένα περιβάλλον με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά, μέσα σε φυσικά σπήλαια που σώζουν εμφανή στοιχεία ανθρώπινης επέμβασης.

Στον ίδιο χώρο, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκε, για τις λειτουργικές ανάγκες της Σχολής, μια Ιωνική στοά με κάθετη λάξευση του βράχου, ενώ διαμορφώθηκαν και εκτεταμένοι χώροι περιπάτου πέρα από το στεγασμένο τμήμα της. Το γεγονός ότι επιλέχθηκε η πόλη αυτή για να δημιουργηθεί μία αξιόλογη εκπαιδευτική Σχολή, στο πρότυπο της περιπατητικής Σχολής της Αθήνας, με δάσκαλο έναν σπουδαίο φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ., υποδηλώνει προφανώς την ήδη σημαίνουσα θέση της Μίεζας ανάμεσα στις πόλεις του Μακεδονικού βασιλείου.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα στον χώρο αυτόν ανιχνεύεται στη δεύτερη χιλιετία, πολύ πριν την εγκατάσταση των Μακεδονικών φύλων με τον Περδίκα τον 7ο αιώνα π.Χ., όπως είδαμε στη διήγηση του Ηρoδότου. Εξάλλου η παράδοση αναφέρει ότι στην περιοχή του Βερμίου κατοικούσαν οι Φρύγες που διώχτηκαν γύρω στα 800 π.Χ., αλλά και οι Βοττιαίοι που κατείχαν την πεδιάδα της Ημαθίας πριν φθάσουν οι Μακεδόνες στα εδάφη αυτά.

Σε μια χαμηλή, αλλά εκτεταμένη τούμπα (προϊστορική θέση κατοίκησης) εντοπίστηκε κεραμική που καλύπτει μεγάλη περίοδο της εποχής του Χαλκού, τα σημαντικότερα δείγματα της οποίας ανήκουν στην κατηγορία της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Πάνω στην καστανοκόκκινη επιφάνεια των αγγείων απλώνονται συμμετρικά, γεωμετρικά σχήματα με σκούρο καφέ πηλό, ανάμεσα στα οποία κυριαρχούν οι σπείρες και τα τρίγωνα.

Λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε από την εποχή του Σιδήρου, ενώ εντυπωσιακά είναι τα κατάλοιπα από τα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια τα οποία προέρχονται κυρίως από τα ταφικά ευρήματα των διάσπαρτων νεκροταφείων. Ατομικοί λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι, αλλά και οικογενειακά, λαξευτά στον βράχο μονοθάλαμα και διθάλαμα μνημεία, αποτελούσαν την τελευταία κατοικία των απλών πολιτών της περιοχής, που σε Πρώιμα χρόνια ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, ενώ από τον 4ο αιώνα και μετά αποτελούσαν τον αστικό πληθυσμό της Μίεζας.

Αντίθετα, οι γνωστοί Μακεδονικοί τάφοι των πρώιμων Ελληνιστικών χρόνων, που βρέθηκαν διάσπαρτοι στην περιοχή, κτίστηκαν για τα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας της πόλης. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν οκτώ ταφικά κτίσματα, τέσσερα από τα οποία σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση και διατηρούν σημαντικά δείγματα σπουδαίας ζωγραφικής στις προσόψεις και στους εσωτερικούς τους χώρους. Αποτελούν μαζί με αυτές των τάφων της Βεργίνας και του Αγίου Αθανασίου, μοναδικές ενδείξεις της μνημειακής ζωγραφικής τέχνης που φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση στη Μακεδονία.

Τα ταφικά αυτά μνημεία ονομάζονται Μακεδονικά ακριβώς γιατί επιχωριάζουν στη Μακεδονία, όπου συνεχίζει να υπάρχει το αριστοκρατικό, πολιτικό σύστημα της βασιλείας. Είναι βέβαιο ότι εδώ θάβονταν τα μέλη των βασιλικών οικογενειών και των αξιωματούχων των τοπικών κοινωνιών, εταίροι και αυλικοί, άτομα δηλαδή που βρίσκονται πολύ κοντά στην βασιλική εξουσία. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη συσσώρευση τέτοιων μνημείων παρατηρείται στη Βοττιαία, όπου τοποθετούνται οι δύο πρωτεύουσες του Μακεδονικού κράτους.

Πρόκειται για μνημειακά, οικογενειακά, υπόγεια οικοδομήματα με καμαρωτή στέγη και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη, στην οποία οδηγεί ένας επικλινής δρόμος. Οι προσόψεις των τάφων αυτών μιμούνται τις προσόψεις ναών, δεν είναι όμως απίθανο να θυμίζουν και αρχιτεκτονικές λύσεις στις προσόψεις των παλατιών και των πλούσιων κατοικιών των Μακεδόνων πολιτών. Εσωτερικά έχουν έναν ή δύο θαλάμους και οι νεκροί ενταφιάζονται σε κτιστές μαρμάρινες κλίνες ή καίγονται και τα οστά τους τοποθετούνται σε μικρές πολύτιμες λάρνακες, ή ασημένια τεφροδόχα αγγεία.

Ανάμεσά τους ο τάφος της Κρίσεως είναι το μεγαλύτερο μνημείο αυτού του είδους με εντυπωσιακή διώροφη, Ιωνική και Δωρική, πρόσοψη και τέσσερις ολόσωμες γραπτές μορφές που αναπαριστούν την Κρίση στον Άδη. Ο νεκρός που οδηγείται στον Άδη από τον ψυχοπομπό Ερμή είναι ένας διακεκριμένος στρατιωτικός αξιωματούχος της περιοχής που εικονίζεται σε πλήρη πολεμική εξάρτυση. Ο τάφος αυτός είναι ο πιο πρώιμος και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ λίγο μεταγενέστερος πρέπει να είναι ο τάφος των Ανθεμίων που πήρε το όνομά του από τη φυτική διακόσμηση του προθαλάμου του.

Πρόκειται για ένα διθάλαμο μνημείο με Ιωνική πρόσοψη και καλοδιατηρημένα τα ζωηρά χρώματα του γραπτού διακόσμου της. Κατάγραφος είναι και ο τάφος του Λύσωνος και Καλλικλέους, στον κυρίως θάλαμο του οποίου εικονίζεται ένα εσωτερικός χώρος με προοπτικά αποδοσμένες παραστάδες που ενώνονται με μία συνεχή φυτική γιρλάντα. Αποτελεί μοναδικό παράδειγμα Μακεδονικού μνημείου στο οποίο ανοίγονται είκοσι δύο θήκες όπου τοποθετήθηκαν οι στάχτες των μελών μιας οικογένειας, τα ονόματα των οποίων είναι γραμμένα πάνω από την κάθε μία.

Πρόκειται για την οικογένεια του Αριστοφάνους, τα μέλη της οποίας θα είχαν σημαίνουσα θέση στην στρατιωτική ιεραρχία της αρχαίας Μίεζας. Την ίδια υψηλή καταγωγή θα πρέπει να είχε και ο νεκρός του τάφου του Kinch, οι τοιχογραφίες του οποίου δε σώζονται σήμερα. Αν και η κατοίκηση στην περιοχή είναι συνεχής στα Ελληνιστικά, στα Ρωμαϊκά και στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, δεν είναι ακόμη σαφή τα όρια της πόλης, αφού δεν έχει εντοπιστεί η γραμμή των τειχών της, ούτε και ο αστικός της πυρήνας με τις κατοικίες των πολιτών της.

Στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας εντοπίστηκαν, και εν μέρει ανασκάφτηκαν, επαύλεις των Υστεροελληνιστικών και Αυτοκρατορικών χρόνων με εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα, όπως και μια ισχυρή Ελληνιστική οχύρωση που περιέβαλλε μιαν ακρόπολη στην άλλη πλευρά του ποταμού της Αράπιτσας. Αντίθετα οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων αποκαλύπτουν σταδιακά το δημόσιο κέντρο της πόλης. Λίγα χιλιόμετρα ΒΔ από το χωριό Κοπανός, στη θέση που ονομάζεται Μπελοβίνα, ανασκάπτεται ένα επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα που βάσιμα χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και καταλαμβάνει μια έκταση σε μήκος περίπου 300 μ.

Το δημόσιο αυτό σύμπλεγμα, που χαρακτηρίζεται από έναν ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, έχει προφανώς έναν σύνθετο χαρακτήρα και θα μπορούσε να οριστεί ως η αγορά της αρχαίας πόλης. ‘Όπως συμβαίνει γενικά στις αρχαίες αγορές τα διάφορα επιμέρους κτίσματα εξυπηρετούν ποικίλες δραστηριότητες θρησκευτικού, πολιτικού ή και εμπορικού χαρακτήρα. Έτσι στην περίπτωση της Μίεζας, ο δυτικός τομέας του όλου συγκροτήματος που έχει ανασκαφεί συστηματικότερα, φαίνεται να έχει έναν θρησκευτικό προορισμό με επίσημο και ίσως τελετουργικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα κτηρίων που οργανώνεται γύρω από δύο, πιθανότατα περίστυλες, αυλές. Στην ανατολική αυλή σώζονται ενδείξεις της δυτικής στοάς με Δωρική κιονοστοιχία και πρόσβαση σε τετράγωνα δωμάτια με ψηφιδωτά δάπεδα. Η βόρεια πλευρά της σώζει μια περίτεχνη διαμόρφωση ενός υπόγειου διαδρόμου που ορίζεται από δύο αναλημματικούς τοίχους, ο ένας από τους οποίους φέρει εσωτερικά ημικίονες δημιουργώντας μια εικόνα ψευδοπρόσοψης. Στη συνέχεια ένα κεκλιμένο επίπεδο, που εξομαλύνει την υπάρχουσα υψομετρική διαφορά, οδηγεί στη δυτική στοά που αναφέραμε πιο πάνω.

Αμέσως βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα ναόσχημο οικοδόμημα με πρόδομο, κυρίως χώρο και είσοδο με δύο Δωρικούς κίονες που πλαισιώνονται από παραστάδες. Τον λατρευτικό χαρακτήρα του χώρου ενισχύει ένα σημαντικό εύρημα: ένα σύνολο οστράκων Παναθηναϊκών αμφορέων του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν σε αποθέτη μπροστά από το ναόσχημο κτίσμα, αλλά και στο στρώμα καταστροφής του χώρου των ημικιόνων. Με δεδομένο ότι οι αμφορείς αυτοί αποτελούν συνήθως ευρήματα σε ιερά, στα οποία προσφέρονταν ως αναθήματα από αθλητές που συμμετείχαν στα Παναθήναια, θεωρούμε λογικό ότι πρόκειται για έναν χώρο με ιδιάζοντα τελετουργικό χαρακτήρα.

Αμέσως δυτικά και σε επαφή με το σύμπλεγμα αυτό, αναπτύσσεται ένα άλλο κτήριο σε σχήμα Γ, η δυτική πτέρυγα του οποίου φθάνει σε μήκος τα 98 μ., ενώ η βόρεια τα 55 μ. Στο μεγαλύτερο τμήμα του αποκαλύφθηκε μία σειρά τετράγωνων δωματίων, τα οποία ανά δύο έχουν έναν κοινό προθάλαμο. Ορισμένες κατασκευαστικές τους ιδιαιτερότητες, καθώς και η ανεύρεση δύο γυάλινων ενθεμάτων που με βεβαιότητα ανήκουν στη διακόσμηση συμποσιακών κλινών, οδήγησε στην ταύτιση των αιθουσών αυτών με χώρους εστίασης, η κάθε μια από τις οποίες έφερε επτά κλίνες περιμετρικά τοποθετημένες.

Ο προθάλαμος δε, που εντοπίστηκε μπροστά από αυτές, χρησίμευε πιθανώς για την αποθήκευση των συμποσιακών αγγείων και άλλων σκευών και γενικότερα για την εξυπηρέτηση των επίσημων γευμάτων που παραχωρούνταν στους επισκέπτες του ιερού. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι το κτήριο αυτό λειτουργούσε στο μεγαλύτερο τμήμα του ως εστιατόριο και είναι γνωστό ότι τα περισσότερα κτήρια με τη συγκεκριμένη χρήση και παρόμοια κάτοψη, αποκαλύπτονται σε χώρους μεγάλων ιερών και σχετίζονται με το λατρευτικό τους τυπικό.

Επιπλέον, η έρευνα έχει επισημάνει την ιδιαίτερη σχέση των εστιατορίων με τα ιερά του Ασκληπιού, όπως είναι της Επιδαύρου, της Δήλου, της Αθήνας και άλλων σημαντικών Ασκληπιείων. Η λατρεία του θεραπευτή θεού είναι η μόνη που μαρτυρείται επιγραφικά στη Μίεζα και μάλιστα στον 3ο αιώνα π.Χ. αναδεικνύεται η πιο σημαντική, αφού οι ιερείς του θεού αυτού είναι και οι επώνυμοι ιερείς της πόλης.

Αν συνδυάσουμε όλα τα πιο πάνω στοιχεία με την ανεύρεση μεγάλων αγωγών παροχής νερού που κατεβαίνουν από τα δυτικά υψώματα σε διάφορα σημεία του συγκροτήματος -στοιχείου απαραίτητου στις λατρευτικές πρακτικές ενός Ασκληπιείου- θεωρούμε πολύ πιθανό ότι η ανασκαφική δραστηριότητα στη Μίεζα αποκαλύπτει τμήματα ενός ιερού αφιερωμένου στον Ασκληπιό. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τα κτηριακά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν ανατολικότερα, δεν έχουν ανασκαφεί ακόμη συστηματικά και δυστυχώς δεν σώζονται σε καλή κατάσταση.

Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε τον προορισμό τους και τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που εξυπηρετούσαν. Το βέβαιο είναι ότι εντάσσονται στο ίδιο επιβλητικό συγκρότημα που θυμίζει τα δημόσια κέντρα των μεγάλων Ελληνιστικών πόλεων του Ελλαδικού χώρου αλλά και της Μικράς Ασίας. Αν στις περισσότερες από τις πιο σημαντικές αυτές πόλεις η ύπαρξη ενός θεάτρου είναι δεδομένη, η αποκάλυψη ενός θεατρικού οικοδομήματος σε μια πόλη της Μακεδονικής ενδοχώρας αποτέλεσε επιβεβαίωση της σημασίας της, αλλά και μία ευχάριστη έκπληξη, αφού λίγα είναι τα θέατρα που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα σε όλη τη Μακεδονία.

Για το θέατρο γίνεται αναλυτικά λόγος σε αυτοτελές κείμενο στον ίδιο τόμο, εδώ όμως πρέπει να αναφερθεί ότι η ανασκαφή του -στο νοτιοδυτικότερο άκρο του συγκροτήματος- αποκάλυψε μια όψιμη σχετικά φάση του που φαίνεται να χρονολογείται στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, λόγω της συνύπαρξης Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών μορφολογικών στοιχείων. Έτσι θεωρήθηκε αρχικά ότι δεν έχει σχέση με το αποκαλυπτόμενο παραπλεύρως Ελληνιστικό κτιριακό συγκρότημα, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα, κεραμική και νομίσματα, παρέπεμπαν σε πιο όψιμη εποχή.

Ωστόσο, πρόσφατη περιορισμένη ανασκαφική έρευνα από άλλον αρχαιολόγο, στο πλαίσιο της συντήρησης και αποκατάστασής του, έφεραν στο φως λίγες, αλλά σημαντικές, ενδείξεις που τοποθετούν την αρχική κατασκευή του θεάτρου, αρκετά νωρίτερα, στα Ελληνιστικά χρόνια και ίσως συγχρόνως με το υπόλοιπα κτιριακά κατάλοιπα. Στο 2ο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. τα αστικά κέντρα της Μακεδονίας αυξάνονται εντυπωσιακά, αναδιοργανώνονται και ακμάζουν σε όλη τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το παράδειγμα της Μίεζας, καθώς η υλοποίηση ενός τόσο εκτεταμένου και φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος υποδηλώνει την καίρια θέση της στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής. Αναδεικνύει επίσης νέες τάσεις και πρωτότυπες αρχιτεκτονικές λύσεις στη διαχείριση σύνθετων εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, στωικών και μη, που αναπτύσσονται σε πολλαπλά επίπεδα και δημιουργούν μια αίσθηση θεατρικότητας.

Όλα αυτά τα στοιχεία, τα οποία τα συναντούμε άλλωστε και στα δημόσια κτίσματα των άλλων μακεδονικών πόλεων, όπως η Πέλλα και η Βεργίνα, προοιωνίζονται τελικά τα μεγάλα επιτεύγματα της Ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Η διάρκεια ζωής του συγκροτήματος αυτού δεν είναι μεγάλη. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις των κινητών ευρημάτων και κυρίως των νομισμάτων, σταματούν στο τέλος περίπου της βασιλείας του Αντιγόνου Γονατά. Αν υπάρχει κάποια σχέση της καταστροφής και της εγκατάλειψης του χώρου με τις επιδρομές των Γαλατών, οι οποίοι εμφανίζονται αυτήν την εποχή στην Κάτω Μακεδονία, μόνο ως υπόθεση μπορεί να συζητηθεί.

Το Αρχαίο Θέατρο της Μιέζας

Το 1992, ανατολικά της Νάουσας, στην περιοχή Μπελοβίνα Κοπανού όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη της Βοττιαίας Μίεζα, εντοπίσθηκε τυχαία κατά τις εργασίες τοποθέτησης δικτύου ύδρευσης, το θέατρο της πόλης. Κατά την ανασκαφή του θεάτρου από το 19933 έως το 1995 αποκαλύφθηκαν η ορχήστρα, το κτίριο της σκηνής και οι σωζόμενες βαθμίδες των καθισμάτων του κοίλου. Το 1998 πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές διερευνητικές τομές.

Το 1997 συντάχθηκε μελέτη για τη συντήρηση, μερική αποκατάσταση και επανάχρηση του θεάτρου της Μίεζας στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που εκπονήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η μελέτη αυτή δεν εγκρίθηκε από το ΚΑΣ καθώς προέβλεπε επανάχρηση του θεάτρου με την αποκατάσταση των εφτά σωζόμενων βαθμίδων καθισμάτων και την επέκτασή τους προς τα επάνω με την κατασκευή άλλων δέκα λυόμενων, οι οποίες θα τοποθετούνταν μόνο κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων.

Το 2005 συντάχθηκε νέα μελέτη με τίτλο: ''Αρχαίο Θέατρο Μίεζας. Έρευνα - Συντήρηση - Αποκατάσταση'', η οποία το 2006 εγκρίθηκε από το ΚΑΣ. Το 2007 το έργο εντάχθηκε στο πρόγραμμα ''Πολιτιστική Εγνατία'' του Γ’ Κ.Π.Σ. και η υλοποίησή του άρχισε τον Αύγουστο του 2007. Το πρώτο στάδιο των εργασιών ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2008. Αναμένεται η συνέχιση της χρηματοδότησης. 
Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν παράλληλα συμπληρωματικές ανασκαφικές εργασίες οι οποίες είχαν στόχο την προετοιμασία του μνημείου για την υλοποίηση της πρότασης αποκατάστασης και τη διαλεύκανση προβλημάτων τα οποία δεν είχαν αποσαφηνισθεί πλήρως από τις παλαιότερες ανασκαφές. Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο επαρχιακό θέατρο, χωρίς ιδιαίτερα επιμελημένες κατασκευές, κτισμένο στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, με ανατολικό προσανατολισμό και θέα προς τον κάμπο, σε πολύ μικρή απόσταση από την αγορά της αρχαίας πόλης, η οποία ήρθε στο φως πρόσφατα.
Η ορχήστρα έχει σχήμα κανονικού ημικυκλίου, το οποίο επεκτείνεται λίγο, κατά τις εφαπτόμενες στα άκρα του, προς το κτήριο της σκηνής. Η διάμετρός της, η οποία φθάνει τα 22 μέτρα, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά μεγάλη, συγκρινόμενη με τις διαμέτρους των μεγάλων θεάτρων του Δίου και των Φιλίππων, οι οποίες είναι περίπου 26 και 25 μέτρα αντίστοιχα. Το δάπεδό της είναι στρωμένο με πατημένο χώμα. Διαπιστώθηκαν δύο επάλληλα δάπεδα. 
Το χαμηλότερο σχετίζεται με την κατασκευή του θεάτρου ενώ το δεύτερο, το οποίο βρίσκεται σε στάθμη 8 - 10 εκ. υψηλότερα, σχετίζεται με την εγκατάλειψη του θεάτρου και δημιουργήθηκε προσθετικά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης λειτουργίας του. Η στάθμη του δαπέδου της ορχήστρας ορίζεται με μεγάλη σιγουριά τόσο από τα σωζόμενα τμήματά του, όσο και από τον στυλοβάτη του προσκηνίου και τα κατώφλια των εισόδων των παρόδων. Κατά την ανασκαφή δεν εντοπίσθηκε περιμετρικός αποχετευτικός αγωγός. 
Η αποχέτευση των ομβρίων, τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα, γινόταν από οπή στο φυσικό βράχο περίπου στο κέντρο της ορχήστρας. Η δημιουργία στρώματος αλάτων στα τοιχώματά της είναι ενδεικτική της λειτουργίας της. Κατά τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τα έτη 2007 και 2008 εντοπίσθηκε κάτω από το χωμάτινο δάπεδο στο βορειοανατολικό τμήμα της ορχήστρας ακανόνιστη οπή στο φυσικό βράχο διαστάσεων 1,30 x 1,28 μ., η οποία διερευνήθηκε έως βάθος ενός μέτρου. Σε αυτήν καταλήγουν τρεις αύλακες λαξευμένες στο βράχο πλάτους περίπου 40 και βάθους 15 εκατοστών. 
Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ένα σύστημα αποστράγγισης των ομβρίων της ορχήστρας, συμπληρωματικό της κεντρικής οπής. To κοίλο διαμορφώνεται στην πλαγιά του λόφου, εν μέρει με λάξευση του φυσικού μαλακού βράχου και εν μέρει με επίχωση από φερτό χώμα. Με τέσσερις κλίμακες ανόδου χωρίζεται σε πέντε κερκίδες. Οι βαθμίδες των καθισμάτων αρχίζουν αμέσως από την ορχήστρα χωρίς την παρεμβολή υπερυψωμένου πόδιου. 
Είναι κατασκευασμένες με γωνιόλιθους από τοπικό μαλακό πωρόλιθο και εδράζονται ή απευθείας στον κατάλληλα λαξευμένο φυσικό βράχο ή στην επίχωση μέσω υποδομής κατασκευασμένης από αργούς λίθους ή από τμήματα αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονται από παλαιότερα κτίσματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της χρήσης δύο τμημάτων Δωρικών κιόνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως υποδομή εδωλίων στο νότιο τμήμα του κοίλου. Δεν στάθηκε δυνατή η διαπίστωση του συνολικού αριθμού των βαθμίδων των καθισμάτων. Σώζονται γωνιόλιθοι ''in situ'' στις εφτά πρώτες βαθμίδες. 
Από την 8η έως την 14η βαθμίδα σώζονται σε μεγάλη έκταση μόνο λαξεύματα για την προετοιμασία της έδρασης των γωνιολίθων στο φυσικό βράχο. Έως και αυτή τη βαθμίδα υπάρχει η βεβαιότητα απουσίας διαζώματος. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη δεκαεννέα βαθμίδων, όμως το κοίλο ήταν πολύ μεγαλύτερο όπως προκύπτει από έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε στην κοίτη της θεμελίωσης του αναλημματικού τοίχου στη βόρεια πάροδο.

Τα πέρατα του κοίλου, όπως διαμορφώνονται στη σημερινή κατάσταση του θεάτρου, δεν είναι συμμετρικά ως προς τον άξονά του και δείχνουν να μην ανήκουν στην αρχική του φάση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν αναλημματικοί τοίχοι, αλλά ότι γίνεται μία προσπάθεια να προσαρμοσθεί το κοίλο στο φυσικό έδαφος δημιουργώντας υποτυπώδη, κατά το δυνατόν, αναλήμματα με ελάχιστες στρώσεις γωνιολίθων, τοποθετημένα ασύμμετρα και λοξά ως προς τις παρόδους.

Μετά από προσεκτική παρατήρηση και συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα διαπιστώθηκε η ύπαρξη της κοίτης της θεμελίωσης του αναλημματικού τοίχου της αρχικής φάσης, λαξευμένη στο φυσικό βράχο, τόσο στη νότια όσο και στη βόρεια πάροδο, όπου η κοίτη αυτή αποκαλύφθηκε σε μεγάλο μήκος. Το μήκος αυτό είναι, έως ένα βαθμό, ενδεικτικό για το μέγεθος του κοίλου. Αυτοί οι αναλημματικοί τοίχοι, οι οποίοι είχαν πλάτος 1,10 μέτρα περίπου, ήταν παράλληλοι προς τους τοίχους του κτηρίου της σκηνής και σχετίζονται άμεσα με τα ανοίγματα των εισόδων από τις παρόδους προς την ορχήστρα. 
Στα κατώφλια αυτών των ανοιγμάτων υπάρχουν λαξεύσεις οι οποίες υποδηλώνουν με σαφήνεια τη θέση της ανατολικής παρειάς των αναλημματικών τοίχων. Οι τοίχοι αυτοί οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι με γωνιόλιθους από πωρόλιθο θα πρέπει να κατέρρευσαν, άγνωστο πότε, εξαιτίας των ωθήσεων της επίχωσης την οποία συγκρατούσαν. Μετά την κατάρρευσή τους καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τους σημερινούς υποτυπώδεις αναλημματικούς τοίχους, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν γωνιόλιθοι του αρχικού αναλημματικού τοίχου.

Οι νέοι αναλημματικοί τοίχοι εδράσθηκαν επάνω στο φυσικό βράχο με τρόπο που να ελαχιστοποιείται έως και να μηδενίζεται η επίχωση πίσω από αυτούς για τη νέα διαμόρφωση του κοίλου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μεν στέρεη κατασκευή, η οποία δεν κινδύνευε από ανατροπή, όμως δεν ήταν εφικτό να κρατηθούν συμμετρίες εξαιτίας της ανάγκης προσαρμογής στο φυσικό βράχο. Με τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί με μεγάλη βεβαιότητα να αποκατασταθεί γραφικά η μορφή της ορχήστρας και του κοίλου έως και την 14η σειρά καθισμάτων. 
Είναι αυτονόητο ότι κατά μήκος της εσωτερικής παρειάς των αναλημματικών τοίχων και επάνω σε αυτούς υπήρχαν κλίμακες ανόδου, των οποίων η θέση ορίζεται με σχετική ακρίβεια και με τη βοήθεια των γεωμετρικών χαράξεων του θεάτρου που αναλύονται παρακάτω. Κατά τη συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2008 στο κοίλο εντοπίσθηκαν, πάνω από την 7η βαθμίδα καθισμάτων, υπολείμματα τριών λαξεύσεων στο φυσικό βράχο, οι οποίες είναι ακτινωτά διατεταγμένες και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλιμάτων ανόδου του κοίλου. 
Οι άξονές τους συγκλίνουν σε σημείο της ορχήστρας το οποίο δεν συμπίπτει με το κέντρο της. Με δεδομένο ότι οι κατασκευές αυτές δεν βρίσκονται στις προεκτάσεις των κλιμάκων ανόδου του κοίλου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκουν σε μια προγενέστερη φάση του θεάτρου με τελείως διαφορετική διάταξη, από την οποία δεν έχουν σωθεί άλλα στοιχεία. Το σκηνικό κτίσμα αυτής της φάσης θα πρέπει να ήταν ξύλινο και γι’ αυτό δεν έχουν σωθεί ίχνη του. Το κτήριο της σκηνής είναι κτισμένο με γωνιόλιθους από μαλακό τοπικό πωρόλιθο χωρίς χρήση μεταλλικών συνδέσμων. 
Παρόλο που σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση μπορούμε να διακρίνουμε το προσκήνιο, το κυρίως κτίσμα της σκηνής με δύο παρασκήνια, σε προσχώρηση στα άκρα του, και ανατολικά ένα μεγαλύτερο κτίσμα σε επαφή με αυτό. Η χρήση αυτού του κτίσματος δεν είναι σαφής, όμως ανήκει στην ίδια οικοδομική φάση με το κυρίως κτίσμα της σκηνής. Τα στοιχεία που σώθηκαν δεν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε αν λειτουργικά ανήκει στο θέατρο ή αν είχε ανεξάρτητη χρήση από την ανατολική πλευρά του. Το κυρίως κτίσμα της σκηνής και τα παρασκήνια ήταν διώροφα. 
Αν προεκτείνουμε τους σωζόμενους τοίχους και κάνουμε συμπληρώσεις λαμβάνοντας υπόψη τις συμμετρίες που χαρακτηρίζουν τα θέατρα, το κτίσμα παίρνει σε κάτοψη τη μορφή που βλέπουμε στην εικόνα. Από το προσκήνιο σώζονται, σε χαμηλό ύψος ενός μόνο δόμου από πώρινους γωνιόλιθους, τμήματα των τοίχων που υπάρχουν μπροστά από τα παρασκήνια, καθώς και δύο από τους οκτώ ημικίονες με συμφυή πεσσό που υπήρχαν ανάμεσά τους. Οι ημικίονες είναι κατασκευασμένοι από σφονδύλους μεγάλων κιόνων δωρικού ρυθμού, παλαιότερου κτιρίου, οι οποίοι λαξεύτηκαν κατάλληλα για να προσαρμοστούν στη νέα χρήση. 
Επίχρισμα επάνω στον πωρόλιθο σε δύο λεπτές στρώσεις, μία με ασβεστοκονία και μία με μαρμαροκονία, έδινε στους ημικίονες μονολιθική εμφάνιση. Το ίδιο επίχρισμα, σε παχύτερες στρώσεις, με χρώματα στην επιφάνειά του, κάλυπτε εσωτερικά και εξωτερικά τους τοίχους του κτηρίου της σκηνής. Πολλά κομμάτια αυτών των επιχρισμάτων βρέθηκαν γύρω και μέσα στο κτήριο της σκηνής, ενώ ελάχιστα βρίσκονται ακόμη προσκολλημένα επάνω στους τοίχους.

Η θέση των άλλων έξι ημικιόνων του προσκηνίου ορίζεται με ακρίβεια από χαράγματα που σώζονται στο στυλοβάτη, τα οποία είχαν χαραχθεί με αιχμηρό εργαλείο κατά την κατασκευή για να διευκολύνουν την τοποθέτησή τους. Μεταξύ των δύο σωζόμενων ημικιόνων υπάρχει λίθινο διάφραγμα. Παρόμοια διαφράγματα υπήρχαν και σε άλλα μετακιόνια με τέτοια διάταξη ώστε να εναλλάσσονται με θυραία ανοίγματα. Έτσι διαμορφώνονταν στην κιονοστοιχία του προσκηνίου πέντε θυραία ανοίγματα και τέσσερα διαφράγματα. 
Το βόρειο άνοιγμα είναι κλεισμένο με γωνιόλιθο σε μεταγενέστερη φάση, όπως προκύπτει από την αδέξια τοποθέτηση του γωνιολίθου, από τη διαμόρφωση παραστάδας από την πλευρά του τοίχου και το περπατημένο κατώφλι, το οποίο είναι λειασμένο από τη χρήση. Από τον τοίχο της πρόσοψης του κτηρίου της σκηνής μεταξύ των παρασκηνίων σώζεται μόνο ένας γωνιόλιθος ''in situ''. Διαπιστώθηκε όμως ανασκαφικά η κοίτη της θεμελίωσής του στο έδαφος σε όλο το μήκος του. Με στρωματογραφική έρευνα εντοπίσθηκε επίσης σε αρκετή έκταση το δάπεδο από πατημένο χώμα του υποσκηνίου. 
Για τα επίσης χωμάτινα δάπεδα των υπόλοιπων χώρων του κτηρίου της σκηνής, τα οποία έχουν καταστραφεί πλήρως, ξέρουμε ότι βρίσκονταν μισό μέτρο περίπου υψηλότερα από το δάπεδο του υποσκηνίου. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι γωνιόλιθοι των τοίχων της πρόσοψης του κυρίως κτίσματος της σκηνής και των παρασκηνίων έχουν επιμελώς λαξευμένη μόνο την πλευρά τους η οποία βλέπει προς το προσκήνιο, ενώ στην πίσω πλευρά τους η οποία είναι αδρά δουλεμένη και κατά συνέπεια μη ορατή, δημιουργείται πατούρα η οποία ορίζει το πάχος των τοίχων στην ανοδομή στα 49 εκ. περίπου. 
Η στάθμη του χωμάτινου δαπέδου βρισκόταν μερικά εκατοστά επάνω από την πατούρα. Στο εσωτερικό του νότιου παρασκηνίου υπάρχουν δύο οριζοντιωμένοι γωνιόλιθοι με εγκοπή για τη στήριξη κατακόρυφου ξύλινου υποστηλώματος στην επάνω επιφάνειά τους. Οι επιφάνειες αυτές καθώς είναι περπατημένες, δίνουν με ακρίβεια τη στάθμη των δαπέδων. Εξαιτίας του χαμηλού ύψους των σωζόμενων τοίχων, σχεδόν κάτω από τη στάθμη των δαπέδων, είναι δύσκολο να εντοπισθεί με ακρίβεια η θέση των ανοιγμάτων επικοινωνίας μεταξύ των χώρων του κτιρίου της σκηνής. 
Επίσης δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για τη θέση της κλίμακας ανόδου στον όροφο του κτηρίου της σκηνής και στο προσκήνιο (λογείο). Θα πρέπει να αποκλεισθεί η ύπαρξη ράμπας δεξιά και αριστερά από το προσκήνιο σε επαφή με τα παρασκήνια, εξαιτίας του μικρού μήκους και της διαμόρφωσης θυραίων ανοιγμάτων στα άκρα των δύο στενών διαδρόμων που υπάρχουν σε αυτές τις θέσεις. Η θέση της κλίμακας ανόδου θα πρέπει να αναζητηθεί στο διάδρομο στο πίσω μέρος του κτηρίου της σκηνής και ειδικότερα στο νότιο άκρο του, όπου κατά την ανασκαφική έρευνα του 2007 - 2008 εντοπίσθηκαν δύο εγκάρσιοι στενοί τοίχοι οι οποίοι είναι πολύ πιθανό να σχετίζονται με την κλίμακα.

Για το ύψος του προσκηνίου και την ανοδομή του κτηρίου της σκηνής υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Οι συγκρίσεις όμως με άλλα παρόμοια κτήρια, σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα στοιχεία οδήγησαν στον σχεδιασμό της αναπαράστασης. Οι χώροι στον όροφο θα πρέπει να ήταν περισσότερο ενοποιημένοι για λόγους λειτουργικούς. Εξάλλου η στήριξη των ζευκτών της στέγης δεν απαιτούσε κοντινές αποστάσεις μεταξύ των τοίχων όπως στο ισόγειο για τη στήριξη των δοκαριών των πατωμάτων του ορόφου.

Οι γεωμετρικές χαράξεις της κύριας φάσης του θεάτρου της Μίεζας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποτελούν ένα ιδιόμορφο συνδυασμό των αναφορών του Βιτρούβιου για τη χάραξη των Ελληνικών και των Ρωμαϊκών θεάτρων. Η χάραξη του θεάτρου θα πρέπει σε γενικές γραμμές, να ακολούθησε την εξής πορεία: Χαράχθηκε περιφέρεια με ακτίνα ίση με την ακτίνα της ορχήστρας, η οποία όρισε τη θέση έναρξης των βαθμίδων του κοίλου. Οι εφαπτόμενες στα σημεία τομής της διαμέτρου, της παράλληλης προς το κτήριο της σκηνής, με την περιφέρεια όρισαν: 
α) Τη μορφή του κοίλου και της ορχήστρας, 
β) Το πλάτος του κτηρίου της σκηνής, αφού οι εφαπτόμενες αυτές περνούν από τους άξονες των εξωτερικών πλευρικών τοίχων της.

Η εφαπτόμενη στην περιφέρεια στο σημείο Γ της τομής με τον άξονα του θεάτρου ορίζει την εσωτερική παρειά του πίσω τοίχου του κυρίως κτίσματος της σκηνής, του παράλληλου προς το προσκήνιο. Η βάση του εγγεγραμμένου ισόπλευρου τριγώνου ΔΕΖ στην περιφέρεια της ορχήστρας ορίζει την εξωτερική παρειά των τοίχων των παρασκηνίων. Οι άξονες των εγκάρσιων τοίχων της σκηνής απέχουν μεταξύ τους κατά α/3, όπου (α) = η ακτίνα του κύκλου της ορχήστρας.

Αν εγγράψουμε στον κύκλο της ορχήστρας ορθογώνιο ΘΙΛΜ με μήκος της παράλληλης προς το κτίριο της σκηνής πλευράς ΘΙ = 3/4 της διαμέτρου της ορχήστρας ή ίσο με το ύψος ΔΗ του ισόπλευρου εγγεγραμμένου τριγώνου ΔΕΖ: 
α) Η πλευρά ΛΜ ορίζει τη θέση της εσωτερικής παρειάς του τοίχου της πρόσοψης του κυρίως κτίσματος της σκηνής, 
β) Οι κορυφές Θ και Ι ορίζουν τη θέση των αξόνων δύο κλιμάκων ανόδου του κοίλου. 
Αν χωρίσουμε το τόξο ΘΙ σε τρία ίσα μέρη ορίζονται οι άξονες των δύο μεσαίων κλιμάκων ανόδου. Όλοι οι άξονες των κλιμάκων συγκλίνουν στο κέντρο Κ1 της ορχήστρας. Οι θέσεις των αξόνων των δύο μεσαίων κλιμάκων ορίζονται επίσης από τις ακτίνες οι οποίες περνούν από τα σημεία της τομής Ν και Ξ της πλευράς ΘΙ του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ με τις πλευρές ΔΖ και ΔΕ του εγγεγραμμένου ισόπλευρου τριγώνου. Η θέση προσκηνίου (εξωτερική παρειά) ορίζεται: 
α) Από την ευθεία ΟΠ την παράλληλη προς το κτήριο της σκηνής σε απόσταση από τις γωνίες Θ και Ι του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ ίση με την ακτίνα α της ορχήστρας, ή 
β) Από την ευθεία ΦΧ την παράλληλη προς το κτίριο της σκηνής, η οποία τέμνει την πλευρά του εγγεγραμμένο τετραγώνου ΡΣΤΥ στα σημεία Φ και Χ σε απόσταση από τις κορυφές Τ και Υ ίση με το 1/4 της πλευράς του. 
Η απόσταση μεταξύ των αξόνων των ακραίων θυραίων ανοιγμάτων του προσκηνίου ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται οι οκτώ ημικίονες, είναι ίση με την ακτίνα α της ορχήστρας. Το πλάτος των βαθμίδων των καθισμάτων του κοίλου ισούται με το 1/3 της ακτίνας της ορχήστρας. Η εφαπτόμενη η παράλληλη προς το κτήριο της σκηνής στο σημείο Ψ στην περιφέρεια που περνάει μεταξύ 3ης και 4ης βαθμίδας καθισμάτων του κοίλου, ορίζει τη θέση του πίσω τοίχου του κτηρίου της σκηνής, ο οποίος είναι κοινός με τον τοίχο του παρακείμενου κτιρίου. 
Η θέση των αξόνων των αναλημματικών τοίχων του κοίλου της αρχικής φάσης, οι οποίοι είναι παράλληλοι προς το κτίριο της σκηνής, ορίζεται από τόξο του κοίλου της ορχήστρας με χορδή ΔΩ ίση με την πλευρά ΘΙ του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ. Τα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την παραπάνω παρουσίαση και ανάλυση του μνημείου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο θέατρο της Μίεζας, όπως άλλωστε και στις χαράξεις του, παρατηρούμε την ανάμειξη κατασκευαστικών, τυπολογικών και μορφολογικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τόσο τα ελληνιστικά όσο και τα θέατρα της ρωμαϊκής περιόδου.

Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα Ελληνιστικά θέατρα είναι:

1. Το προσκήνιο με ημικίονες συμφυείς με πεσσούς και με θυραία ανοίγματα αντί του υπερυψωμένου πόδιου της σκηνής που χαρακτηρίζει τα Ρωμαϊκά θέατρα.

2. Οι ακάλυπτες πάροδοι. Τα καθίσματα του κοίλου σταματούν στους αναλημματικούς τοίχους, χωρίς να προχωρούν επάνω από τις παρόδους για να ενωθούν με το κτήριο της σκηνής, όπως συμβαίνει στα ρωμαϊκά θέατρα. Έτσι το κοίλο και το κτίριο της σκηνής μένουν ανεξάρτητες κατασκευές.

3. Η έλλειψη αξονικής κλίμακας ανόδου στο κοίλο.

4. Η κατασκευή του κοίλου στη φυσική πλαγιά λόφου και όχι σε κτιστή υποδομή.

5. Η έλλειψη υπερυψωμένου πόδιου στο κοίλο, καθώς οι βαθμίδες των καθισμάτων αρχίζουν αμέσως από την ορχήστρα.

Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα θέατρα της Ρωμαϊκής περιόδου είναι:

1. Η μικτή χάραξη του θεάτρου με ορθογώνια και ισόπλευρα τρίγωνα.

2. Η παραλληλία των αναλημματικών τοίχων του κοίλου και των παρόδων με το κτίριο της σκηνής.

3. Το σχήμα της ορχήστρας που ορίζεται από την ημιπεριφέρεια και τις εφαπτόμενες στα άκρα της.

Η ύπαρξη στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα Ρωμαϊκά θέατρα τοποθετεί το θέατρο της Μίεζας στη Ρωμαϊκή περίοδο. Όμως η επικράτηση των ελληνιστικών στοιχείων αποτελεί ένδειξη Πρωiμότητας και το τοποθετεί στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, σε μια μεταβατική εποχή κατά την οποία δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη ο τύπος του Ρωμαϊκού θεάτρου.

Η επέμβαση συντήρησης – αποκατάστασης στο θέατρο της Μίεζας θεωρήθηκε επιβεβλημένη εξαιτίας της κακής κατάστασης διατήρησής του. Στόχος της επέμβασης ήταν η παράταση της ζωής του μνημείου, η ανάδειξη των αισθητικών και ιστορικών αξιών του, η ενίσχυση του διδακτικού του χαρακτήρα, η εξασφάλιση της επισκεψιμότητάς του και ενδεχομένως της επαναλειτουργίας του με αυστηρές προϋποθέσεις.

Οι αρχές που υιοθετήθηκαν για το σχεδιασμό της επέμβασης είναι οι ακόλουθες:

Σεβασμός της αυθεντικότητας του μνημείου, που σε μεγάλο βαθμό αφορά στη διατήρηση του αρχαίου υλικού δομής. Βασικός στόχος της συντήρησης είναι η κατά το δυνατόν διατήρηση των αυθεντικών στοιχείων και η αντικατάσταση μόνο των τελεσίδικα κατεστραμμένων τμημάτων, με τοπικές επεμβάσεις. Η συντήρηση γίνεται με υλικά συμβατά (ασβεστοκονιάματα, ανάλογα με τα αυθεντικά, και ενέματα από υδράσβεστο και πουζολάνη) και οι επεμβάσεις περιορίζονται στις απόλυτα αναγκαίες.

Η προστασία και διατήρηση του αυθεντικού υλικού επεκτείνεται και στον ίδιο τον βράχο που φέρει λαξεύματα για την τοποθέτηση των εδράνων. Με δεδομένη, ωστόσο, τη μέτρια ποιότητά του και την κακή κατάσταση διατήρησής του προτάθηκε να παραμείνουν εκτεθειμένα ελάχιστα μόνο τμήματα του βράχου, ενώ τα υπόλοιπα θα προστατευθούν με κατάχωση.

Σεβασμός των ιστορικών φάσεων. Στην περίπτωση του θεάτρου της Μίεζας η έκταση του κοίλου, ήδη από την αρχαιότητα, είχε περιοριστεί από την πλευρά των παρόδων με δύο λοξούς τοίχους. Η επέμβαση αποκατάστασης σεβάστηκε το όριο αυτό, το οποίο διατηρεί και δεν επεκτείνεται μέχρι τους αρχικούς παρόδιους τοίχους. Η θέση των αρχικών παρόδιων τοίχων απλά θα υποδηλωθεί για διδακτικούς λόγους, με την τοποθέτηση μιας σειράς γωνιολίθων.

Περιορισμός των επεμβάσεων αποκατάστασης στις απόλυτα αναγκαίες, για μία διδακτική παρουσίαση του μνημείου. Από τη συνολική έκταση που σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα καταλάμβανε το κοίλο, αποκαθίσταται κανονικά, με συμπλήρωση των πωρολίθινων εδράνων, μόνο το κατώτερο τμήμα, όπου διασώζεται ικανό ποσοστό των αρχαίων καθισμάτων σε ύψος επτά βαθμίδων.

Στην υπόλοιπη έκταση μία αποκατάσταση, παρά τη βεβαιωμένη θέση και μορφή των εδράνων, θα σήμαινε μία μεγάλης κλίμακας ανακατασκευή και αλλοίωση της αυθεντικότητας του μνημείου, που κρίθηκε ανεπιθύμητη για λόγους αρχής. Για τον λόγο αυτό προτάθηκε απλά η αποκατάσταση του όγκου του κοίλου με χώμα έως τη θέση και της 19ης βαθμίδας, η ύπαρξη της οποίας είναι διαπιστωμένη ανασκαφικά. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται οι λαξευμένες στο βράχο υποδομές των βαθμίδων των καθισμάτων, το θέατρο αποκτά σε μεγάλο ποσοστό την αρχική έκτασή του και τον χαρακτήρα του και αποκαθίσταται ικανοποιητικά η σχέση του με το περιβάλλον. 
Αντίστοιχα, το κτήριο της σκηνής, που διατηρείται σε τμήμα μόνο της κάτοψης και σε πολύ μικρό ύψος, μόλις ενός δόμου στη βάση των τοίχων, έγινε η ελάχιστη δυνατή συμπλήρωση των χαμένων τμημάτων μόνο για διδακτικούς λόγους. Αυτό σημαίνει την ολοκλήρωση της μορφής της κάτοψης με συμπλήρωση σε ύψος ενός δόμου των τμημάτων που έχουν χαθεί, χωρίς υπερυψώσεις των τοίχων. Οι συμπληρώσεις αυτές δίνουν επιπλέον τη δυνατότητα αποκατάστασης της στάθμης των δαπέδων στους διάφορους χώρους του κτηρίου της σκηνής.

Διάκριση των νέων, αποκαθιστούμενων στοιχείων, από τα παλιά με τρόπο που να αρμόζει αισθητικά στο σύνολο. Για την κατασκευή των νέων τμημάτων (εδράνων και δόμων τοίχων) γίνεται χρήση πωρόλιθου, ανάλογου με αυτόν των αρχαίων μελών, αλλά σε διαφορετική απόχρωση, σε αδρή κατεργασία (κτενισμένη επιφάνεια) και τυποποιημένη γεωμετρική μορφή, ώστε να είναι σαφής, αλλά και διακριτική, η διαφοροποίηση τους από τα αυθεντικά μέλη.
πηγή:http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/08/blog-post.html