O Πόντον' μουν εχάθεν 

Που'θεν πουλί κι κελαειδή 
ο ήλιον ξάι κε φάνθε 
μαύρο χαμπάρ επέραμε 
ο Πόντον'μουν εχάθεν. 

Φεύ'νε μανάδες με μωρά 
σασιρεμένα φεύνε 
κι ξέρνε που κες να παγνέ 
αχπαρεμένα τρέχνε. 

 Κλόσκουμε μάνα, οπίς τερώ 
το σπίτα'μου κι φένταν 
εκάαν τα χωρία μου 
φωτιά καπνός ένταν. 

Που είναι ο κύρη'μ, ο αδερφό'μ 
τεμέτερα παιδία 
επέθαναν ε σο ρασίν 
ατοί χωρίς ταφία. 

Γραιάδες κλαίγνε, 
μοιρολογούν, μοιρολογούν 
με την ψυ'να τουν και λέγνε: 

Τον Πόντο'μουν επέρανε, 
σα σέρα τουν επέμνεν 
ναίλι εμάς 

Ο Πόντον'μουν εχάθεν.
 
Αφιέρωμα στην πρώτη γενιά προσφύγων.  
  Από τις ακτές και την ενδοχώρα της Μαύρης Θάλασσας, στην Ελλάδα που ποτέ δεν γνώρισαν ως αληθινή πατρίδα , ένα ταξίδι μέσα στον Πόνο και το Πένθος η ζωή τους. Λύγισαν, έκλαψαν, έθαψαν το Χθες τους μα δεν έσπασαν. Ξεκίνησαν μια νέα ζωή και έδωσαν ξανά το αίμα στην ράτσα τους που θέρισε το Τούρκου το Μαχαίρι.
   Κι όταν ήρθε η ώρα τους κι αποχαιρέτησαν τους αγαπημένους, έκλεισαν τα μάτια με ένα τελευταίο δάκρυ, το πιο πονεμένο, που χύθηκε από τα μάτια εκείνα που σφάλισαν χωρίς να δουν τον ήλιο της Πατρίδας της Καρδιάς. Σήμερα οι τάφοι τους χορταριασμένοι, κατεστραμένοι και ξεχασμένοι από όλους μας, στέκουν ζωντανά μνημεία εκείνων των πρώτων Ποντίων που έφεραν τον σπόρο μας στην Ελλάδα και αγωνίστηκαν για το δικό μας δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή… 
                     Λένα Σαββίδου .

Οι Πόντιοι τι χωρίου νε μουν
Οι  Πόντιοι του Κοπανού έρθανε σην Ελλάδαν α σα  χωρία του Καρς, σον Καύκασον. Αλλά κι εκές πρόσφυγες έτονε. Έφυγαν κυνηημέν α σο Απές και α σην Αργυρούπολην σα τέλη της δεκαετίας του 1870. Το κυβερνείο του Καρς ανήκεν ατότε σην Ρωσίαν του Τσάρου. 
Σα 1914 με 15 οι Τούρκοι προέλασαν σον Καύκασον, ελεηλάτησαν τα ελληνικά χωρία, όσοι εγλύτωσαν έφυγαν βορειότερα προς το Βατούμ. Α σο 1920 κι επεκεί έλθανε όσοι απέμνανε σην Ελλάδαν. Ατοι που έρθαν αδά, έζηναν σα χωρία, Χιντζιρίκ, Ουτς-κιλισέ και Ντιορτ-κιλισέ.
   
Χιντζιρίκ / Διοίκησης Καρς 
Χωρίον της Επαρχίας Καρς, εξ ου απέχει 15 περίπου χλμ. Βάσει στατιστικών στοιχείων του έτους 1913 είχε 330 κατοίκους, προελθόντας εξ Αργυρουπόλεως. Διετήρουν εκκλησίαν και διθέσιον δημοτικόν σχολείον. Μετά το 1920 εγκαταστάθηκαν στα χωριά Άνω Κοπανός Ημαθίας, Νέα Σεβάστεια Δράμας, Νέα Ζωή και Προφήτης Ηλίας Πέλλας, Μεσονήσι και Νέος Καύκασος Φλώρινας.
Ημερολόγιο Κυβερνείου Καρς
Αριθμός Οικογενειών: 35
Αριθμός ανδρών: 170
Αριθμός γυναικών: 160
Σύνολο : 330
Πληθυσμός έτους 1918
(Κατ’ εκτίμησιν): 500
 Ούτσκιλισε-Yavuzlar /Διοίκησης Αρταχά / Υποδιοίκησης Γκιόλιας
Ελληνικό χωριό της Γκιόλιας με περίπου 400 κατοίκους που κατάγονταν από το Απές και συντηρούσαν ελληνικό σχολείο και εκκλησία. Και αυτό το χωριό, όπως δείχνει το όνομά του που σημαίνει Τρεις Εκκλησίες, πριν από τους Έλληνες είχε κατοικηθεί από χριστιανούς Αρμένιους ή Γεωργιανούς. Μετά το 1920 οι Έλληνες του χωριού εγκαταστάθηκαν στον Άνω Κοπανό Νάουσας.
Ημερολόγιο Κυβερνείου Καρς
Αριθμός Οικογενειών: 37
Αριθμός ανδρών: 163
Αριθμός γυναικών: 120
Σύνολο : 283
 
 Ντιόρτκιλισέ-Ugurtas /Διοίκησης Αρταχάν / Υποδιοίκησης Γκιόλιας
Ένα από τα χωριά της Γκιόλιας που εποικίστηκε με Έλληνες της περιοχής Απές. Το χωριό, όπως δείχνει το όνομά του που σημαίνει Τέσσερις Εκκλησίες, πριν από τους Έλληνες είχε κατοικηθεί από χριστιανούς Αρμένιους ή Γεωργιανούς. Οι 750 Έλληνες κάτοικοί του μέχρι το 1920 συντηρούσαν εκκλησία και δημοτικό σχολείο. Μετά το 1920 εγκαταστάθηκαν στα χωριά Χορήγι Κιλκίς, Επισκοπή και Μαρίνα Ημαθίας και Άνω Κοπανός Νάουσας.
Αριθμός Οικογενειών: 48
Αριθμός ανδρών: 212
Αριθμός γυναικών: 214
Σύνολο : 426
Πληθυσμός έτους 1918
(Κατ’ εκτίμησιν): 750

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] ΚΑΛΕΝΤΕΡΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ, ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΠΟΝΤΟΣ, INFOGNOMON,ΑΘΗΝΑ,2006, σελ. 394
[2] ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, ΤΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟΝ ΚΑΡΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΥΚΑΥΚΑΣΟΥ, Χ.Ε.,ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1963, σελ.40-42
[3] ΛΑΥΡΕΝΤΙΔΗΣ ΙΣΑΑΚ, ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΚΑΥΚΑΣΙΩΝ 1895-1907, Α.Π. τομ.31ος , ΑΘΗΝΑ, 1971-1972, σελ. 418
[4] ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ ΚΑΙ Η ΜΑΤΑΙΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, ΑΦΟΙ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Β, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2010, σελ. 284
[5] ΚΑΛΦΟΓΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝ ΚΑΥΚΑΣΩ, ΑΘΗΝΑ, 1908, ΣΕΛ. 113-118
[6] ΤΗΛΙΚΙΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο ΕΝ ΚΑΥΚΑΣΩ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ 20(1937), ΣΕΛ. 309-310
[7] ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΕΠ. Ι.Κ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ), UNIVERSITY STUDIO PRESS, ΑΘΗΝΑ,1997,σελ. 548
[8] ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΕΠ. Ι.Κ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ), UNIVERSITY STUDIO PRESS, ΑΘΗΝΑ,1997,σελ. 560





ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΥΚΑΣΙΟΙ;
Οι πρόσφυγες που μετανάστευσαν από τα παράλια του Καυκάσου στην Ελλάδα κατά την περίοδο τέλη Απριλίου 1920-Φεβρουάριος 1921 δόμησαν μια ιδιαίτερη προσφυγική ομάδα , την ομάδα των Καυκασίων. Αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες κατοίκους του Κυβερνείου Καρς-Ρωσίας (που μετά τη συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ προσαρτίστηκε στην Τουρκία), δευτερευόντως από Έλληνες κατοίκους της Τσάλκας , του Σοχούμ, του Βατούμ και τέλος από Έλληνες Πόντιους του Μικρασιατικού Πόντου που μετοίκησαν στον Καύκασο κατά το τέλος κυρίως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σύμφωνα με τον Τηλικίδη Γ., Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου και Επιθεωρητή των Σχολείων της Ελληνικής μειονότητας του Καυκάσου, μεταφέρθηκαν από Βατούμ σε Θεσσαλονίκη κατά τα έτη 1920-1921, 52.878 άνθρωποι και 7.737 ζώα. Αναλυτικά-σύμφωνα με τον Τηλικίδη- οι μεταναστεύσαντες πληθυσμοί κατανέμονταν –κατά περιφέρεια προέλευσης από τον Καύκασο- ως εξής:
«1. 40.000 περίπου από την περιφέρεια Καρς-Αρταχάν. Αρχικά ο πληθυσμός αυτός απαριθμούσε 54.000 άτομα από τους οποίους 7-8 χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες καθοδόν για το Βατούμ ή κατά τη διαμονή στο Βατούμ και 6-7 χιλιάδες κατέφυγαν στο Κουμπάν. [Ένα μέρος των τελευταίων θα έρθει στην Ελλάδα μετά το ’22 μέχρι το ’24 μαζί με άλλους Έλληνες του Καυκάσου, Πόντου και Νότιας Ρωσίας και θα απογραφούν και αυτοί ως Καυκάσιοι εγκαθιστάμενοι σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας όπως και οι προηγούμενοι.]
2. 15-20 χιλιάδες από τις περιοχές Σοχούμ, Βατούμ και Τσάλκας.
3. Από το σύνολο των 172.811 Ελλήνων του Καυκάσου θα παραμείνουν εκεί 119.933
4. Από τους Καυκάσιους που θα βρεθούν στην Ελλάδα θα πεθάνουν στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης 20-22.000».
Από τέλη Μαρτίου 1920 έως και Νοέμβριο 1921 μεταφέρθηκαν από το Βατούμ 30.718 πρόσφυγες με 16 ατμόπλοια και κατόπιν, μετά από ένα κενό διάστημα, μεταφέρθηκαν το Φεβρουάριο του 1921 20.610 πρόσφυγες με 7 ατμόπλοια. Σύμφωνα με τον μελετητή της «εξόδου» των Καυκασίων κ. Καζταρίδη, 30.000 από τους επιβάτες πρόσφυγες ήταν από το Καρς και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες πρόσφυγες από άλλες περιοχές του Καυκάσου.
Τέλος, μια πρώτη γνώση της τύχης των άνω των 50.000 Καυκασίων που ήρθαν κατά 1920-21, μπορούμε να αποκομίσουμε, βλέποντας τα στοιχεία απογραφής του 1928 όπου απογράφονται ως πρόσφυγες μεταφερθέντες από τον Καύκασο «πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή» συνολικά 32.421 άτομα.
Σύμφωνα με το Βλάση Αγτζίδη «[…] Τα πρώτα χρόνια με τον όρο «Πόντιος», ο λαός περιέγραφε μόνον αυτόν που προερχόταν από τις περιοχές του Μικρασιατικού Πόντου. Οι προερχόμενοι από τις περιοχές του Καρς του ρωσικού Καυκάσου, που παραχωρήθηκε στους Τούρκους απ’ τους μπολσεβίκους με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, χαρακτηρίζονταν ως «Καυκάσιοι» ή «Ποντοκαυκάσιοι» και ας είχαν μεταναστεύσει από τον Πόντο μόλις 40 χρόνια πριν.



ΑΓΤΖΙΔΗΣ ΒΛΑΣΗΣ :Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα. Η μνήμη και το τραύμα.» 

Η αντιμετώπιση των προσφύγων. 

Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και απ’ την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη και του Ι. Μεταξά οργάνωναν το πογκρόμ κατά των προσφύγων ως βενιζελικών[1]. 

Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως από έναν κορυφαίο διανοούμενο, εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό»[2].

[Στη φωτογραφία: Το Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου το 1916.Η Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό ενός απόλυτου διχασμού. Τη στιγμή που οι Έλληνες της Ανατολής καταδιώκονταν από τους νεότουρκους στις πατρίδες τους και κατέφευγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα , την ίδια στιγμή εξαπέλυαν εναντίον τους (ως βενιζελικών) θανατηφόρα πογκρόμ οι "Επίστρατοι" των Μεταξά και Γούναρη στην Αθήνα]
Η αρχική μαζική εγκατάσταση Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα θα σημειωθεί κατά τρία κύματα: κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1918), μετά την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τη Νότια Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν και τη δημιουργία ενός σημαντικού ελληνικού προσφυγικού ζητήματος στη Νότια Ρωσία[3]. Χιλιάδες απ’ αυτούς θα έρθουν στην Ελλάδα την περίοδο 1919-1920. Η κατάσταση όπως αποτυπώνεται στις ανταποκρίσεις της εποχής είναι κακή: «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»[4].
Μετά τις εκλογές του 1920 η Μικρασιατική Εκστρατεία μετατράπηκε σε μια άχαρη στρατιωτική εμπλοκή, από την οποία οι κρατούντες προσπαθούσαν συνεχώς, και ανεπιτυχώς, να απεμπλακούν. Πριν ακόμα από την Καταστροφή οι μοναρχικές εφημερίδες ζητούσαν να επιστρέψει ο στρατός «Οίκαδε» και καλούσαν να σταματήσει να χύνεται το αίμα των «Πομερανών» τους στην άξενη Μικρά Ασία[5]. Οι Μικρασιάτες ήταν ήδη ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα και αυτό εκφράστηκε στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο τον Ιούλιο του 1922, όταν με το νόμο 2670/1922 και με τις υπογραφές του βασιλιά Κωνσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Αυτό συνέβη τη στιγμή που η ίδια κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τον εξοπλισμό των Μικρασιατών και τη δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας θέτοντας εκτός του πλαισίου της νομιμότητας και τη δράση της Μικρασιατικής Άμυνας. Αλλά και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ΄22, η ελληνική κυβέρνηση με τηλεγράφημά της προς τον αρμοστή στη Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη του ζητά να μην επιτρέψει τους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα». Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής: Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»[6].
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής[7]. Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»[8] Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα[9].
Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας[10]. Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης[11]. «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…»[12] Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»[13]. Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ[14].
Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου» στην Κέρκυρα και άλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας»[15]. Ο Κώστας Γαβριηλίδης θα γράψει: «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά. Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά. Ζώα και γεωργικά εργαλεία για να επιδοθούμε στην καλλιέργεια δεν είχαμε… Περάσαμε μια ζωή δραματική. Ο κόσμος λιποθυμούσε από την πείνα. Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…»[16].
Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων»[17]. Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών»[18].
Οι μεγαλύτερης έκτασης συγκρούσεις για τη νομή της ανταλλάξιμης Περιουσίας έγιναν στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Σε συζήτηση για τα επεισόδια, ο Φ. Μανουηλίδης, αρχηγός της προσφυγικής κοινοβουλευτικής ομάδας θα αναφέρει κατά τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή των Ελλήνων: «Κατόπιν αιματηράς και προμελετημένης συγκρούσεως εχύθη αθώον και άφθονον αίμα, τα ατυχή δε θύματα της αδελφοκτόνου συγκρούσεως αριθμούνται κατά δεκάδας. Η υπολανθάνουσα αντιζηλία και έχθρα μεταξύ των προσφύγων και εντοπίων… εγκυμονεί κίνδυνον εξαιρετικής σοβαρότητας.» Τα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1924, όταν οπλισμένες ομάδες γηγενών επιτέθηκαν στον οικισμό των προσφύγων. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι: «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»[19]. Αιτία ήταν η προσπάθεια των γηγενών να εκδιώξουν τους πρόσφυγες από Ανταλλάξιμα κτήματα, ώστε να τα καρπωθούν οι ίδιοι.
Ο Οδ. Λαμψίδης υπολογίζει ότι από το 1.5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία που ήρθαν στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 400.000[20]. Καθ’ όλη την πρώτη περίδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ το ποσοστό αυτοκτονιών. Η R. Hirschon εκτιμά ότι αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι σε μια γέννηση[21]. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες) που εγκαθίστανται στις πόλεις, κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής. Ειδικά στο λεκανοπέδιο θα συμβεί ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός διαχωρισμός που θα απεικονιστεί και στο γεωγραφικό χάρτη[22]. Οι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν κυρίως στις γειτονιές του Πειραιά, στις περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας και σε κάποιους οικισμούς που θα δημιουργηθούν στην Αττική (Άγιος Στέφανος, Κρυονέρι). Οι ντόπιοι θα αποσυρθούν στις δικές τους γειτονιές και συνοικίες[23]. Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή[24].
Έξι χρόνια μετά θα υπάρχουν κείμενα με τα οποία επιζητούσαν τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους»[25]. Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού Βασιλείου[26].Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα«Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη». Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες[27]. Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πεί το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας»[28].
Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα»[29].
Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική «Μακεδονική Ένωση» του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από το χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η «Μακεδονική Ένωση» θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στην Μακεδονία[30]. Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»[31].
Παρότι τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν τα ραγδαία γεγονότα θα μεταβάλουν τις αντιλήψεις, εν τούτοις η πρωταρχική αντιπάθεια θα εξακολουθήσει να εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Τα παλιά εχθρικά συναισθήματα και αρνητικά στερεότυπα θα παραχωρήσουν τη θέση τους στην υποτίμηση. Στα νέα στερεότυπα, τη θέση του «τουρκόσπορου» καταλαμβάνει πλέον ο γελοιοποιημένος «Πόντιος». Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος υποστηρίζει: «Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: “τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού.»[
Και αν για τους ενσωματωμένους Πόντιους πρόσφυγες του ’22, η κοινωνική απαξίωση θα περιοριστεί στο χώρο των στερεοτύπων, για τους νέους Πόντιους πρόσφυγες από την Σοβιετική Ένωση η κοινωνική περιθωριοποίηση θα είναι η κύρια συμπεριφορά της ελλαδικής κοινωνίας. Μόνο που αυτή τη φορά με τον όρο ελλαδική κοινωνία δεν εννοούνται μόνο οι παλιοί γηγενείς, αλλά και οι νέοι, οι ενσωματωμένοι πλέον απόγονοι των προσφύγων του ’22. Στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν τα προσφυγικά-μεταναστευτικά κύματα από την πρώην ΕΣΣΔ θα υπάρξουν παρόμοια προβλήματα μ’ αυτά της δεκαετίας του ’20.
                     περισσότερα....