Ιστορία

           Στα αρχαία χρόνια 
     Στους πρόποδες του Βερμίου, από το υψίπεδο όπου σήμερα είναι κτισμένη η Νάουσα μέχρι κάτω τον πλούσιο κάμπο, το έδαφος ακολουθεί βαθμιδωτά μια κλίση, που μετριάζεται από την παρεμβολή διαδοχικών επιπέδων. Η αρχαιολογική έρευνα με αρκετά πειστικά επιχειρήματα υποστηρίζει ότι στο χώρο αυτό καιιδιαίτερα μεταξύ των χωριών Κοπανού - Χαρίεσσας, θα πρέπει να αναζητηθεί η αρχαία μακεδονική πόλη Μίεζα, πατρίδα ενός από τους τριηράρχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου - του Πευκέστα.
    Πόλη της Βοττιαίας, μία από τις σημαντικότερες της εποχής της ερατεινής (Όμηρος) Ημαθίας.. O Ηρόδοτος 8, 138 γράφει:"Και εκείνοι φθάνοντας σε άλλη γη της Μακεδονίας κατοίκησαν κοντά στους κήπους που λένε πως είναι του Μήδα, του Γορδιαία όπου φύονται από μόνα τους ρόδα, που κάθε ένα έχει 60 φύλλα και έχουν άρωμα ανώτερο από τ' άλλα. Στους κήπους αυτούς, όπως λέγεται από τους Μακεδόνες έπεσε σε παγίδα ο Σιληνός.Πάνω από αυτούς τους κήπους κείται το όρος που έχει το όνομα Βέρμιο και είναι αδάβατο το χειμώνα".
      Ο αρχαιολογικός χώρος της Μίεζας εντοπίστηκε τον 19ο αιώνα από τον Ντελακουλόνς, τον Γάλλο περιηγητή και από τον Κινχ, που ήταν αρχιτέκτονας από τη Δανία και έκανε έρευνες τη δεκαετία του 1950.
     Η αρχαία Μίεζα ανακαλύφθηκε μετά από ανασκαφές που έγιναν εξαιτίας της οικοδομικής δραστηριότητας που υπήρξε στην περιοχή. Πρόκειται για ένα σύνολο μνημείων που είναι τόσο σπουδαία όσο και των Αιγών.
     
    Στην περιοχή εντοπίστηκε και η σχολή του Αριστοτέλη, όπου μαθήτευσε ο Mέγας Αλέξανδρος. Eδώ, σε ειδυλλιακή τοποθεσία με φυσικά σπήλαια, άφθονο πράσινο και νερά αποκαλύφθηκε ένα Nυμφαίον και ανασκάφηκε στωικό οικοδόμημα ιωνικού ρυθμού, που ταυτίστηκε με τον «περίπατο» της σχολής (β' μισό 4ου αι. π.X., πήλινες κεραμώσεις στο Mουσείο Bέροιας). Πρόσφατα, άρχισε να αποκαλύπτεται στη θέση Mπελοβίνα Kοπανού το αρχαίο θέατρο της Mίεζας (2ος αι. π.X.). Eπίσης έχουν έρθει στο φως συγκροτήματα διαφόρων κτιρίων των ελληνιστικών χρόνων (τέλη 4ου-1ος αι. π.X.), ρωμαϊκή έπαυλη και θερμά λουτρά, καθώς και πολλοί τάφοι σε οργανωμένα νεκροταφεία. Αλλά τα πιο εντυπωσιακά μνημεία είναι οι μεγάλοι και περίτεχνα διακοσμημένοι μακεδονικοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή Λευκαδίων. Τέσσερις από αυτούς είναι σήμερα επισκέψιμοι. Ο «τάφος της Kρίσεως» (τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X.) ξεχωρίζει για τις παραστάσεις που κοσμούν την πρόσοψή του: στη ζωφόρο φέρει ανάγλυφη σύνθεση με μάχη Eλλήνων και βαρβάρων, στις μετόπες σκηνές από τη σύγκρουση Kενταύρων και Λαπιθών και εκατέρωθεν της εισόδου σύνθεση με την κάθοδο του νεκρού στον Άδη. O «τάφος των Ανθεμίων» (αρχές 3ου αι. π.X.) έχει πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο με πολύχρωμες φυτικές συνθέσεις και ένα ανακεκλιμένο ζευγάρι στο αέτωμα. Ο «τάφος του Λύσωνος και του Kαλλικλέους» (τέλη 3ου-μέσα 2ου αι. π.X.) αποτελεί τη μοναδική περίπτωση τάφου όπου σώζεται πλήρης ο εικονογραφικός διάκοσμος και όπου οι νεκροί ταυτίζονται όλοι από επιγραφές. Tα όπλα, οι φυτικές γιρλάντες και τα άλλα αντικείμενα έχουν σχεδιαστεί προοπτικά, μεγαλώνοντας την εντύπωση του χώρου. Τέλος, ο «τάφος του Kinch» (αρχές 3ου αι. π.X.) σώζει μόνο τμήματα από τον γραπτό διάκοσμό του, γιατί έπαθε σημαντικές ζημιές κατά την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Κοντά στους μακεδονικούς τάφους υπάρχουν λείψανα παλαιοχριστιανικού κτιρίου, απροσδιόριστης χρήσης, διακοσμημένου με ψηφιδωτά. Έχουν βρεθεί δύο μαρμάρινα θωράκια με ανάγλυφη διακόσμηση (ίσως 6ος αι.). Ανατολικότερα, σε λόφο, ερείπια συγκροτήματος με ψηφιδωτά δάπεδα (ρωμαϊκά βαλανεία).
    Η ταύτιση της πόλης οφείλεται στον επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα, ο οποίος εργάστηκε επί σειρά ετών στο χώρο και προέκυψε από το συνδυασμό γραπτών πηγών, τοπογραφικών παρατηρήσεων και ανασκαφικών δεδομένων. Η πόλη αναφέρεται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Πτολεμαίος, ο Πλίνιος και ο Στ. Βυζάντιος.

        Στα νεότερα χρόνια
   Πιθανολογείται ότι η Κοινότητα ιδρύθηκε στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων. Έγγραφα, της 18ης Φεβρουαρίου 1671, της 16ης Αυγούστου 1715 και της 2ας Σεπτεμβρίου 1723, αναφέρουν το όνομα Κοπανός ή Άνω Κοπανός, γεγονός που μαρτυρά ότι η ονομασία του χωριού παραμένει αμετάβλητη εδώ και αιώνες και υπήρχε σίγουρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και από τη μαρτυρία ενός Τούρκου περιηγητή, του Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος κατά τη μετάβαση του από την Έδεσσα στη Βέροια, το 1668, αναφέρεται στο χωριό Κοπανός. Τέλος, σύμφωνα με έγγραφο της Μητρόπολης Βεροίας-Νάουσας, χρονολογούμενο στις 18 Οκτωβρίου 1893, ο Μητροπολίτης, απευθυνόμενος προς τον Πατριάρχη, γράφει ότι «Παρα το τσιφλίκιον Άνω Κοπανός της ταπεινής μου παροικίας, είκοσι λεπτά περίπου προς βορράν, κείται αρχαία εκκλησία και αγίασμα του αγίου Νικολάου, ήτις [εκκλησία], ανήκουσα εις εξαφανισθέν δια τού χρόνου Μοναστήριον, κατερειπωθείσα, κατηδαφίσθη». Ο Μητροπολίτης έγραψε την επιστολή με σκοπό να ζητήσει άδεια για το κτίσιμο νέου ναού με διαστάσεις 12μ. μήκος, 8μ. πλάτος και 8μ. ύψος γιατί «.. εις τον ιερόν τούτον τόπον κατ’ έτος τελείται πανήγυρις και συρρέουσιν εκ των πέριξ πολλοί χριστιανοί». Η συγκεκριμένη μαρτυρία ίσως να αποτελεί και μια έμμεση ένδειξη της συνεχούς και αδιάλειπτης κατοίκησης του χωριού και κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, αν υποθέσουμε ότι ο ναός που κατεδαφίστηκε ήταν βυζαντινός. Τελικώς, το όνομα της Κοινότητος άλλαξε στις 31/7/1953 όταν με κυβερνητική απόφαση μεταβλήθηκε από Άνω Κοπανός σε Κοπανός.
   Κατά την επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι της περιοχής αγωνίστηκαν κατά των Οθωμανών. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν οι οπλαρχηγοί Τσέρνο-Πέτρης, Αργύριος Καραμπατάκης και ο Κωνσταντίνος Αθανασίου (γενν. 1798) από τον Κοπανό.
  Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών αρκετοί πρόσφυγες, Πόντιοι, Μικρασιάτες και Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν στον Κοπανό και διπλασίασαν τον πληθυσμό του. Με την απογραφή του 2001 το χωριό έχει 2144 κατοίκους.