Η παλιά γειτονιά

Το σπίτι του Ισαάκ Κωστελίδη (στην πλατεία)
 
Η αλήθεια είναι ότι τη βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά γύρω μας...
Στη χαμένη μας ανθρωπιά αναφέρομαι και στη συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων, των ανθρώπων που μας περιστοιχίζουν, μέσα και έξω από το στενό συγγενικό και φιλικό μας κύκλο.
Οι γειτόνισσες (οικία Ζουντουρίδη)
   Ζήσαμε και φάγαμε με το κουτάλι τον ευδαιμονισμό και την ευμάρεια... Σαβουρώσαμε γύρω μας όλα τα καλά του καταναλωτισμού της εποχής μας, ακόμη και με άκριτο τραπεζικό δανεισμό. Τα μεγάλα αυτοκίνητα, για να πηγαίνουμε στο Κουρί και στην Καράγκιορη, άντε στη Μιτζέλα και στο Πηγάδι. Τα home cinema, για να βλέπουμε τις τούρκικες σαπουνόπερες. Τα πανάκριβα κινητά τηλέφωνα, που είναι και mobile και ψήνουν και ...σουβλάκια, για να φλυαρούμε ακατάπαυστα, όχι για την ανάγκη μιας επείγουσας επικοινωνίας. Τα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, μήπως και ξεγελάσουμε τα προκοίλια των χορτασμένων και την κυτταρίτιδα του ...μυαλού μας. Κανένας μας δεν κάθισε να σκεφτεί εκείνα τα ιερά τέρατα της μεταπολεμικής φτώχειας, τους πατεράδες και τις μανάδες μας, που δεν διανοήθηκαν ποτέ μεν να πάνε έστω και για μια μέρα στη Μύκονο, αλλά έστηναν συχνά τρικούβερτα γλέντια μέσα στις αυλές τους, με μια οκά κρασί, μια ρέγκα και λίγες ελιές. Μου έλεγε μια κυρία στην Εύβοια: «Μέσα στον Εμφύλιο, περνώντας μια μέρα οι πολιτικοί αντίπαλοι του πατέρα μου από το χωριό, τον άρπαξαν, τον έστησαν στον τοίχο και τον εκτέλεσαν επί τόπου, αφήνοντας πίσω τη μάνα μου χήρα με επτά ορφανά. Από εκείνη τη μέρα, που έφυγε άδικα ο πατέρας μου, δεν πεινάσαμε ποτέ. Κάθε μέρα βρίσκαμε κρεμασμένο έξω από την πόρτα μας ένα καρβέλι ψωμί και λίγα τρόφιμα. Κι έτσι μεγαλώσαμε, με τη βοήθεια άγνωστων συγχωριανών μας». Πώς γίνεται να ξεχάσει κάποιος από μας τους παλιότερους, τα παιδιά της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αυτήν την απλή και μεγαλειώδη αλληλεγγύη της γειτονιάς;
Το σπίτι του Στέφανου Κωστελίδη
  Ποιός μπορεί να ξεχάσει εκείνη την ...εχέμυθη ποδιά της μάνας, που πάντοτε έκρυβε από κάτω της ένα πιάτο καλό φαγητό, δυο κομμάτια πίτα ή γλυκό, για να προλάβει να τα πάει στη γειτόνισσά της, λίγο πριν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού; Ή πόσο ξαφνικά η αυλή μας γινόταν κοινή, για να απλωθεί ο ...συλλογικός τραχανάς, οι τομάτες που θα γίνονταν σάλτσα, τα ζυμάρια που θα γίνονταν χυλοπίτες και τα φρούτα για γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, βυσσινάδες κτλ.;
 
 Το πατρικό μου σπίτι στη Νέα Ιωνία ήταν μια κάμαρη και μια κουζίνα. Κι όταν ήρθε τρίτο παιδί στην οικογένεια, το 1962, ο πατέρας μου πήρε εργατικό δάνειο για να γκρεμίσει το παλιό χαμόσπιτο και να χτίσει καινούργιο και πιο μεγάλο, πάνω στο ίδιο οικόπεδο.
Ο γείτονάς μας, ο Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου -Θεός σ’χωρέσ’ τον- εργάτης στα τσιμέντα, μόλις είχε τελειώσει μια δικιά του προσθήκη δύο δωματίων, για να βολέψει καλύτερα τα δυο δικά του παιδιά.
-Μιχάλη, είπε στον πατέρα μου, έμαθα ότι θα χτίσεις νέο σπίτι και θα γκρεμίσεις το παλιό. Πού θα μείνεις, όσο χτίζεται;
-Θα ψάξω να βρω κάπου κοντά κάτι να νοικιάσω, είπε ο δικός μου.
Προφανώς καταλάβατε τι επακολούθησε... Ο κυρ-Παναγιώτης μας πρόσφερε τη δικιά του προσθήκη των δυο δωματίων, χωρίς να πληρώσουμε ούτε δραχμή, να μείνουμε εκεί για μήνες, μέχρι να τελειώσει το σπίτι μας.
Και έκτοτε, όταν ήρθαν καλύτερες εποχές και ο κυρ-Μιχάλης έφερνε πολλά ψάρια από το ψάρεμα, πάντοτε τα καλύτερα πήγαιναν στον κυρ-Παναγιώτη, «μήπως και βγάλουμε κάποτε την υποχρέωση», όπως έλεγε ο πατέρας μου. Κι όταν ο γείτονας χήρεψε, οι δικοί μου δεν τον άφησαν ποτέ μόνο.
Το σπίτι του Ντερμπετέρη


Ένα κλικ στο μυαλό μας χρειάζεται για να βρεθεί πάλι μπροστά μας η παλιά γειτονιά...
Η χαμένη βεγγέρα που θυσιάστηκε στις παράλληλες μοναξιές της τηλεόρασης και τα αυθόρμητα γλέντια του χθες, που μεταλλάχθηκαν σε ...συνεστιάσεις της μισοψημένης μπριζόλας, της σακουπιδο-λαχειοφόρου και της παράλληλης αγγαρείας.
Δυο νεαρά ζευγάρια φίλων μου έλεγαν πως πρόσφατα πέρασαν ένα υπέροχο βράδυ, κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι, τρώγοντας, πίνοντας, ακούγοντας ελληνική μουσική, βλέποντας παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, λέγοντας αστεία και ανέκδοτα.
Θέλει πολύ, όταν βάζουμε μπροστά την ...αφορολόγητη καλή μας διάθεση, για να έρθει το γέλιο κι η χαρά, γύρω μας κι εντός μας;
Κάποιοι προσπάθησαν να μας εκμαυλίσουν με τον πιο λάθος τρόπο, τάζοντάς μας το γνωστό και ψευδές «λεφτά υπάρχουν». Κάποιοι άλλοι πιο μπροστά, μας υποσχέθηκαν την «επανίδρυση του Κράτους», αποκρύπτοντάς μας ότι το Κράτος είχε καταρρεύσει προ πολλού και δεν μπορούσε να επανιδρυθεί μετά από τόση φαυλότητα.
Και πώς μπορεί να γίνει ένα νέο Κράτος, με παλιά μυαλά;
Τώρα όμως, μέσα σ’ αυτό το κλίμα του ζόφου και της γενικότερης απαξίωσης, είναι βέβαιο πως ο καθένας μας μπορεί να κάνει το εύκολο πείραμα και να επανιδρύσει τον ...εαυτό του.
Ίσως μόνο έτσι μπορεί να ξανακερδίσει την Ελλάδα που έχασε.
Ετοιμασίες για τον χειμώνα (Ευσεβία Κάστωρ)










Και να στείλει πεσκέσι ένα κομμάτι της (κάτω από την ποδιά) και στην καλή του γειτόνισσα.

του Γιώργου Τσιντσίνη
(αντιγραφή)